ῥοϊσμός
English (LSJ)
ὁ, (ῥοΐζω) = ὁ τῶν ἵππων ῥισμός (sic), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοϊσμός: ὁ, (ῥοΐζω) κολύμβημα, ἐπὶ ἵππων, «ροϊσμός· ὁ τῶν ἵππων» Ἡσύχ.
ὁ, (ῥοΐζω) = ὁ τῶν ἵππων ῥισμός (sic), Hsch.
ῥοϊσμός: ὁ, (ῥοΐζω) κολύμβημα, ἐπὶ ἵππων, «ροϊσμός· ὁ τῶν ἵππων» Ἡσύχ.