ιδοςadj. f.de Pisa, en Élide.Étymologie: Πῖσα.
Πῐςᾱτις f. adj., of Pisa ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι (O. 4.11)
Πισᾶτις: ῐδος adj. f писанская Pind.