μελίγαρυς
English (LSJ)
Doric for μελίγηρυς.
German (Pape)
English (Slater)
μελῐγᾱρυς sweet voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)
Russian (Dvoretsky)
μελίγᾱρυς: υος adj. дор. = μελίγηρυς.