ὑποδέκομαι

Revision as of 12:27, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

v. ὑποδέχομαι.

German (Pape)

[Seite 1214] ion. statt ὑποδέχομαι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ὑποδέχομαι, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὑποδέχομαι.

English (Slater)

ὑποδέκομαι welcome ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον (P. 9.9) ὑποδέξωνται fr. 6b. c. γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν (N. 10.8)

Greek Monolingual

Α
βλ. υποδέχομαι.

Greek Monotonic

ὑποδέκομαι: Ιων. αντί ὑπο-δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδέκομαι: ион. = ὑποδέχομαι.