ἀερῖτις
English (LSJ)
ἡ, = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Ps - Dsc.2.178.
German (Pape)
[Seite 42] luftfarbig, ἀνάγαλλις Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερῖτις: ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀέριος, ἄλλο ὄνομα τῆς ἀναγαλλίδος, Διοσκ. 2. 209.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ bot. murajes, Anagallis arvensis L., Ps.Dsc.2.178.