χρησίμως
English (Woodhouse)
(see also: χρήσιμος) beneficially, usefully
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement, d'une manière avantageuse.
Étymologie: χρήσιμος.
Russian (Dvoretsky)
χρησίμως: полезно, выгодно: χ. ἔχειν Thuc., Xen. быть полезным; χ. τινί Thuc. с пользой для кого-л.; τὰ χ. λεγόμενα Plut. полезные слова.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χρήσιμα Ν
βλ. χρήσιμος.