εὐολίσθητος
English (LSJ)
ον, easily slipping, unsteady, Iamb. Protr.21. κ.
German (Pape)
[Seite 1085] = Folgdm, καὶ εὐανάτρεπτος, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐολίσθητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰαμβλ. Προτρ. 352.
Greek Monolingual
εὐολίσθητος, -ον (Α)
αυτός που γλιστράει εύκολα, ο ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ολισθητος (< ολισθάνω)].