affix
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. προσάπτειν, προστιθέναι, προσαρμόζειν.
Nail: P. προσηλοῦν, V. πασσαλεύειν, Ar. and V. προσπασσαλεύειν; see attach.
v. trans.
P. and V. προσάπτειν, προστιθέναι, προσαρμόζειν.
Nail: P. προσηλοῦν, V. πασσαλεύειν, Ar. and V. προσπασσαλεύειν; see attach.