συγκατακεράννυμι

Revision as of 19:25, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακεράννυμι: συναναμιγνύω, συγκεράννυμι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].