τετραελίκωπες
English (LSJ)
τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλίκωξ, -ωπος «αυτός που έχει ζωηρά μάτια»].
τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλίκωξ, -ωπος «αυτός που έχει ζωηρά μάτια»].