διαδράσσομαι

Revision as of 10:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

seize hold of, ἀλλήλων Plb.1.58.8, Ph.2.328.

Spanish (DGE)

agarrarse c. gen. ἀλλήλων Plb.1.58.8, τῶν τοῦ διαφερομένου γεννητικῶν Ph.2.328.

Greek (Liddell-Scott)

διαδράσσομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω, (κοιν. ἀδράχνω) τινος Πολύβ. 1. 58, 8.

Russian (Dvoretsky)

διαδράσσομαι: атт. διαδράττομαι схватываться, сцепляться (ἀλλήλοις Polyb.).