δουρομανής

Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ές, poet. for δοριμανής, πόλεμος AP9.553.

Spanish (DGE)

(δουρομᾰνής) -ές
enloquecido por la lanza, fig. furibundo, frenético πόλεμος AP 9.553 (Antip.), cf. δοριμανής.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = δοριμανής, πόλεμος, Antp. Th. 33 (IX. 553).

Greek (Liddell-Scott)

δουρομᾰνής: -ές, Ἰων. ἀντὶ δοριμανής, Ἀνθ. Π. 9. 553.

Greek Monolingual

βλ. δοριμανής.

Greek Monotonic

δουρομᾰνής: -ές, Ιων. αντί δοριμανής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δουρομᾰνής: Anth. = δοριμανής.