v. δουλεία.
[Seite 661] ἡ, = δουλεία, Pind. P. 1, 75.
δουλία: ἡ, =δουλεία, ὃ ἴδε.
δουλία slavery Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75)
ηβλ. δουλειά.
δουλία: ἡ Pind. = δουλεία.