δυσεγχείρητος

Revision as of 11:26, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, hard to take in hand, J.AJ15.11.2.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de llevar a cabo, de acometer τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς I.AI 15.388, τὸ πρόβλημα Hippol.Fr.Cant.1.10 en Muséon 77.1964.142.

German (Pape)

[Seite 678] schwer anzugreifen, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεγχείρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 11, 2.

Greek Monolingual

δυσεγχείρητος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να επιχειρηθεί.