δυσέλικτος
English (LSJ)
ον, hard to undo, Eust.229.38; hard to unroll and read, βίβλοι Jul.Or.7.227b.
Spanish (DGE)
-ον
1 de difíciles circunvoluciones, muy retorcido λαβύρινθος ... δυσδιέξοδος καὶ δ. Gr.Naz.M.36.61A
•fig. como sinón. de inextricable, enrevesado, complicado βίβλοι Iul.Or.7.227b.
2 incapaz de formar espirales, que tiene dificultades para enrollarse τὸ ὑγρὸν ... τοῦ δράκοντος ... οὐ δυσέλικτον ἀλλὰ εὐέλικτον Eust.229.38.
German (Pape)
[Seite 678] sehr verwickelt, Eust.; schwer herauszuwickeln, herauszubringen, ὀδόντες δ. καὶ ἀγκιστρώδεις Ael. H. A. 14, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέλικτος: -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, πολύπλοκος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on déroule avec peine, inextricable.
Étymologie: δυσ-, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
δυσέλικτος, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δυσέλικτον
η ιδιότητα της δύσκολης περιέλιξης
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. πολύπλοκος, με πολλούς ελιγμούς.