δυσκαταπολέμητος

Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, hard to conquer, D.S.2.48.

Spanish (DGE)

-ον difícil de conquistar D.S.2.48.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 2, 48.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαταπολέμητος: -ον, δυσκατανίκητος, Διόδ. 2. 48.

Greek Monolingual

δυσκαταπολέμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπολεμείται.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταπολέμητος: с трудом поддающийся завоеванию (Ἄραβες Diod.).