γαιονόμος

Revision as of 11:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).

Spanish (DGE)

-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.

Greek (Liddell-Scott)

γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’, ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.

Greek Monolingual

γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.

Russian (Dvoretsky)

γαιονόμος:обитатель земли Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαιονόμος -ον γαῖα, νέμω inwoner van het land (lyr.).