-ορος, ὁ, = βακχευτής, CIG 38, AP 9.524.
-ορος báquico epít. de Dioniso CIG 38, AP 9.524.
[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Anth. (IX, 524); Inscr. 1 p. 54.
βακχεύτωρ: ορος adj. m Anth. = βακχευτής.