βλεφαρικός

Revision as of 12:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, of or for the eyelids, (about eyedrops, collyrium) Cael.Aur.TP4.2.17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de o para los párpados de un colirio, Cael.Aur.TP 4.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὰ βλέφαρα, Καίλ. Αὐρηλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βλεφαρικός, -ή, -όν) βλέφαρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.