ἀλαῶπις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, pecul. fem. of sq., Emp.49.
Spanish (DGE)
-ιδος
• Prosodia: [ᾰ-]
ciego, oscuro νύξ Emp.B 49, ὄρφνη Nonn.Par.Eu.Io.9.2, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαῶπις: -ιδος, ἡ, ἰδιόρρ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἐμπεδ. 185, «ἀλαῶπιν», «σκοτεινήν, οὐ βλέπουσαν», Ἡσύχ.