ἀμυγδάλιον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀμυγδάλη, Hp.Morb.2.64.
Spanish (DGE)
-ου, τό almendrita Hp.Morb.2.6.4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀμυγδάλη, Ἱππ. 484. 10.
Greek Monolingual
ἀμυγδάλιον, το (Α) [υποκορ. του ἀμυγδάλη
αμυγδαλάκι.