τό, Dim. of ἀμίς, Aeschin.Socr.43, S.E.M.1.234.
-ου, τόorinalito Aeschin.Socr.43, S.E.M.1.234, cf. ἀμίς.
ἀμίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 234.
ἀμίδιον, το (Α)υποκοριστικό της λέξης ἀμίς.
ἀμίδιον: τό Sext. demin. к ἀμίς.