ἀνθρωπομάγειρος

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ᾰγ], ὁ, one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.

Greek Monolingual

ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπομάγειρος:повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.