ἀντικάτημαι

Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.

Spanish (DGE)

v. ἀντικάθημαι.

German (Pape)

[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀντικάθημαι.

Greek Monotonic

ἀντικάτημαι: -κατίζομαι, -κατίστημι, Ιων. αντί ἀντι- κάθ-.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικάτημαι: ион. = ἀντικάθημαι.