ἀφιλόδοξος
English (LSJ)
ον, free from conceit or ambition, Id.Rh.2.273S., Lib.p.42 O.; τὸ ἀ. Cic.Att.2.17.2, Ph.2.458.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de ambición, indiferente a la gloria Phld.Rh.2.273, Lib.p.42, Cic.Att.37.2
•subst. τὸ ἀφιλόδοξον carencia de ambición Ph.2.458.
2 adv. -ως con indiferencia a la gloria εὐγνωμόνως ζητεῖ, ἀφιλονίκως, ἀ. Clem.Al.Str.8.1.3.
German (Pape)
[Seite 412] nicht ruhmsüchtig, Cic. ad Att. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόδοξος: -ον, ὁ μὴ φιλόδοξος, Κικ. π. Ἀττ. 2. 17, 2. - Ἐπίρρ. ξως Κλήμ. Ἀλ. 914.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφιλόδοξος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλόδοξος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλόδοξος: нечестолюбивый Cic.