ἐγκονητί

Revision as of 15:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Adv. actively, vigorously, by perseverance, Pi.N.3.36.

Spanish (DGE)

adv. esforzadamente ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐ. Pi.N.3.36.

German (Pape)

[Seite 709] in Eile, mit Anstrengung, κατέμαρψεν, Pind. N. 3, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκονητί: ἐπίρρ., συντόνως, μετὰ πόνου, κατέμαρψεν ἐγκονητὶ Πινδ. 3. 61.

English (Slater)

ἐγκονητί non sine pulvere i. e. vigorously καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (ἀντὶ τοῦ ἐνεργῶς. Σ) (N. 3.36)

Greek Monolingual

ἐγκονητί επίρρ. (Α)
με πολύ αγώνα, με κόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκονητί: adv. не без пыли, т. е. с большим трудом Pind.