ἐμπρηστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one that burns, Aq.De.8.15; incendiary, Ptol.Tetr.165.
Spanish (DGE)
-οῦ
1 incandescente, abrasadorcomo interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.CH 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A
•dud. que produce una inflamación mortal ὄφις Aq.De.8.15 (dud.).
2 incendiario Ptol.Tetr.3.14.32.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, der Anzünder, Brandstifter, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρηστής: -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15).
Greek Monolingual
ο (Α ἐμπρηστής)
νεοελλ.
1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος
2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη
αρχ.
αυτός που βάζει φωτιά.