ἐμπεδόκαρπος

Revision as of 15:49, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, ever-fruiting, Emp.77.

Spanish (DGE)

-ον siempre fructífero de árboles, Emp.B 77.

German (Pape)

[Seite 811] stets Früchte tragend; Empedocl. 287; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδόκαρπος: -ον, ὡς τὸ ἀείκαρπος, ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, ἐμπεδόφυλλος, ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου ἀείφυλλος.

Greek Monolingual

ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεδόκαρπος: постоянно приносящий плоды Emped.