ἐμπύρετος

Revision as of 16:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ῠ], ον, in fever heat, Alex.Trall.5.4.

Spanish (DGE)

-ον
enfebrecido, calenturiento de pers., Alex.Trall.2.167.4, ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι Philum. en Aët.16.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύρετος: -ον, ἔχων πυρετόν, πυρετώδης, Ἀλέξ. Τραλλ. 5, σ. 252.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπύρετος, -ον)
1. αυτός που έχει πυρετό
2. (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό.