contend

Revision as of 09:25, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV3)

English > Greek (Woodhouse)

v. intrans.

P. and V. ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, διαμάχεσθαι, ἁμιλλᾶσθαι, ἐρίζειν, V. ἐξαγωνίζεσθαι, ἐξαμιλλᾶσθαι, Ar. and P. διαγωνίζεσθαι, P. διαμιλλᾶσθαι.

Contend (in words): P. and V. ἀγωνίζεσθαι, ἁμιλλᾶσθαι, μάχεσθαι, ἐρίζειν.

Contend (in races): P. and V. ἀγωνίζεσθαι, ἁμιλλᾶσθαι.

Contend with: P. and V. ἀγωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), μάχεσθαι (dat. or πρός, acc.), ἁμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἐρίζειν (dat.), V. ἐξαγωνίζεσθαι (dat.), ἐξαμιλλᾶσθαι (dat.), P. διαμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἀνταγωνίζεσθαι (dat.).

Affirm: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι, διαμάχεσθαι.

Affirm in opposition: P. and V. ἀντιλέγειν.