v. αἱρέω.
ao.2 poét. de αἱρέω.
see αἱρέω.
ἕλον: ἐλόμην, Επικ. αντί εἱλ-, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του αἱρέω.
ἕλον: Hom., Pind. = εἷλον.