ἑλικοβλέφαρος

Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, with ever-moving eyes, quick-glancing, epithet of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.

Spanish (DGE)

(ἑλῐκοβλέφᾰρος) -ον
• Alolema(s): -γλέφᾰρος Pi.P.4.172, Fr.123.8
• Morfología: [gen. -οιο Q.S.13.470]
que gira los ojos, de ojos vivarachos o alegres de Afrodita, Hes.Th.16, h.Hom.6.19, Pi.Fr.123.8, Orph.H.57.4, tal vez de la eólide Eurita, Hes.Fr.11.2, de Leda, Pi.P.4.172, de Maya, Simon.50.2, de Helena, Q.S.l.c.
interpr. como de hermosos ojos Hsch., Sch.Hes.Th.16b
o de negros ojos Eust.57.2.

German (Pape)

[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.

Greek Monolingual

ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.

Greek Monotonic

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό βλέμμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἑλῐκοβλέφαρος: с (красиво) загнутыми ресницами (эпитет Афродиты HH, Hes., Pind. и Леды Pind.).

Middle Liddell

βλέφαρον
with ever-moving eyelids, quick-glancing, Hhymn.