v. ἑκάς.
[Seite 751] compar. zu ἑκάς, w. m. s.
ἑκαστέρω: συγκρ. τοῦ ἑκάς, ὃ ἴδε.
Cp. de ἑκάς.
ἑκαστέρω: συγκρ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκαστέρω: compar. к ἑκάς.