ατος, τό, total rest, Hsch.
-ματος, τό descanso Hsch.
[Seite 771] τό, gänzliche Ruhe, Hesych.
ἔκπαυμα: τό, παντελὴς ἀνάπαυσις, «ἀνάπαυμα» Ἡσύχ.
ἔκπαυμα, το (Α)ανάπαυλα, ανάπαυση.