coy
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Shy: P. αἰσχυντηλός.
Be coy, v.: Ar. and P. θρύπτεσθαι, P. καλλωπίζεσθαι.
Fortune is coy: V. τρυφᾷ δʼ ὁ δαίμων (Eur., Supp. 552.)
adj.
Shy: P. αἰσχυντηλός.
Be coy, v.: Ar. and P. θρύπτεσθαι, P. καλλωπίζεσθαι.
Fortune is coy: V. τρυφᾷ δʼ ὁ δαίμων (Eur., Supp. 552.)