γήθυον

Revision as of 18:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, = γήτειον, Ar.Fr.5, Phryn.Com.12, Thphr.7.1.2, etc.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν Ar.Fr.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.HP 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. γήτειον.

German (Pape)

[Seite 489] τό, Porreezwiebel, Lauch, com. Ath. a. a. O.; s. γήτειον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de poireau, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek (Liddell-Scott)

γήθυον: τό, εἶδος πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. γήτειον.

Greek Monolingual

γήθυον και γῆθυ και γήτειον, το (Α)
είδος πράσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς.

Russian (Dvoretsky)

γήθυον: τό pl. бот. порей Arph.