διόψομαι

Revision as of 18:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. διοράω.

Spanish (DGE)

v. διοράω.

French (Bailly abrégé)

f. de διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διόψομαι: ἴδε ἐν λ. διοράω.

Greek Monotonic

διόψομαι: μέλ. του διοράω.

Russian (Dvoretsky)

διόψομαι: fut. к διοράω.