εὐνόως
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
εὐνόως: (εὔνοος) Ἐπίρρ., μετ’ εὐνοίας, εὐμενῶς, Ἀριστέας 27, Ἐπίκτ. 4. 6, 7.
Russian (Dvoretsky)
εὐνόως: благожелательно, благосклонно Plut., Diod.
εὐνόως: (εὔνοος) Ἐπίρρ., μετ’ εὐνοίας, εὐμενῶς, Ἀριστέας 27, Ἐπίκτ. 4. 6, 7.
εὐνόως: благожелательно, благосклонно Plut., Diod.