διαφράζω
English (LSJ)
only in pf. διαπέφρᾰδε,
A show plainly ὡς μοι μήτηρ διεπέφραδε Il.18.9; διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47, cf. 17.590, A.R. 1.848, Opp.C.4.378, Q.S.3.80.
only in pf. διαπέφρᾰδε,
A show plainly ὡς μοι μήτηρ διεπέφραδε Il.18.9; διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47, cf. 17.590, A.R. 1.848, Opp.C.4.378, Q.S.3.80.