v. δατέομαι.
inf. épq. ao. de δαίομαι.
δάσσασθαι: ἴδε ἐν λ. δατέομαι.
δάσσασθαι: Επικ. αντί δάσασθαι.
δάσσασθαι ep. inf. aor. med. van δατέομαι.
δάσσασθαι: эп. (= δάσασθαι) inf. aor. med. к δαίω I.