διαδοτέος

Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

έα, έον, A to be published, Isoc.12.233. II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.

Spanish (DGE)

-α, -ον que debe ser entregado Isoc.12.233.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.

Russian (Dvoretsky)

διαδοτέος: adj. verb. к διαδίδωμι.