διοριστέον
English (LSJ)
one must distinguish, Pl.Lg.874d, Arist.Ph.204a2, Longin.11.3, etc.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de διορίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διοριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ, Πλάτ. Νόμ. 874D, Ἀριστ., κτλ.
Spanish (DGE)
hay que distinguir δ. ποσαχῶς λέγεται τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a2
•c. prep. περί τε εἰκόνος καὶ περὶ τοῦ παραδείγματος αὐτῆς δ. Pl.Ti.29b
•abs. hay que establecer distinciones δ. εἰς δύναμιν Pl.Lg.874d, cf. D.S.3.11.