διέρρωγα

Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. διαρρήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. διαρρήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.

Greek Monotonic

διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διέρρωγα: pf. к διαρρήγνυμι.