κάτοδος

Revision as of 20:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ionic for κάθοδος.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κάθοδος.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.

Russian (Dvoretsky)

κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος.