θοινάζω

Revision as of 20:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.

German (Pape)

[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

c. θοινάω.

Greek (Liddell-Scott)

θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.

Greek Monolingual

θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.

Greek Monotonic

θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θοινάζω: Xen. = θοινάω.

Middle Liddell

θοινάζω, [from θοίνα = θοινάω, Xen.]