κατακρήμναμαι

Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Pass., = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρεμ-κρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.

German (Pape)

[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.

French (Bailly abrégé)

être suspendu, bringuebaler.
Étymologie: κατά, κρήμναμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρήμνᾰμαι: μέσ.,= κατακρέμαμαι, Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.

Greek Monolingual

κατακρήμναμαι (Α)
κατακρέμαμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρήμναμαι «κρέμομαι»].

Greek Monotonic

κατακρήμνᾰμαι: Παθ., κατακρέμαμαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρήμνᾰμαι: (только praes.) свисать, нависать (νεφέλαι κατακρημνάμεναι Arph.).

Middle Liddell

Πασς., = κατακρέμαμαι, Ar.]