v. μουνάξ.
ion. μουνάξ;adv.isolément.Étymologie: μόνος.
μονάξ: ἴδε μουνάξ.
μονάξ (ΑΜ)επίρ. βλ. μουνάξ.
μονάξ: ион. μουνάξ adv.1) отдельно, особо (ὀρχήσασθαι Hom.);2) в одиночку (κτεινόμενοι Hom.).