κωπίον

Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of κώπη, Ar.Ra.269, Ael.NA13.19, PRyl. 110.14 (iii A.D.). 2 in plural, false ribs, Poll.2.181.

German (Pape)

[Seite 1547] τό, dim. von κώπη, kleines Ruder; Ar. Ran. 269; Ael. H. A. 13, 19 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite rame.
Étymologie: κώπη.

Greek (Liddell-Scott)

κωπίον: ὑποκορ. τοῦ κώπη, Ἀριστοφ. Βάτρ. 269, Αἰλ. π. Ζ. 13. 19. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ νόθοι πλευραί, Πολυδ. Βϳ, 181.

Greek Monolingual

κωπίον, τὸ (Α) κώπη
1. μικρή κώπη
2. στον πληθ. τὰ κωπία
οι νόθες πλευρές του θώρακα.

Greek Monotonic

κωπίον: τό, υποκορ. του κώπη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κωπίον: τό маленькое весло Arph.

Middle Liddell

κωπίον, ου, τό, [Dim. of κώπη, Ar.]