παρστήετον

Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Epic 2 dual subj. aor.2 of παρίστημι, Od. 18.183.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel sbj. ao.2 poét. de παρίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

παρστήετον: Ἐπικ. β΄ δυϊκὸν ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ παρίστημι, Ὀδ. Σ. 183.

English (Autenrieth)

see παρίστημι.

Greek Monotonic

παρστήετον: Επικ. αντί παραστῆτον, βʹ δυϊκ. υποτ. αορ. βʹ του παρίστημι.

Russian (Dvoretsky)

παρστήετον: эп. 3 л. dual. aor. 2 conjct. к παρίστημι.