ποτητός

Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, (ποτάομαι) flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.12.62: sg., A.R.4.1240.

German (Pape)

[Seite 689] fliegend, οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται, Od. 12, 62, auch nicht einmal Vögel.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui vole ; τὰ ποτητά OD les volatiles, les oiseaux.
Étymologie: ποτάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποτητός: -ή, -όν, (ποτάομαι) ὁ πετόμενος, πτερωτός· ποτητά, τά, πτηνά, κοινῶς, «πετούμενα», σχηματισθὲν κατὰ τὸ δακετά, ἑρπετά, Ὀδ. Μ. 62.

English (Autenrieth)

(ποτάομαι): flying; subst. ποτητά, birds, Od. 12.62†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ποτῶμαι
(επικ. τ.)
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος, φτερωτός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτητά
τα πτηνά, τα πουλιά.

Greek Monotonic

ποτητός: -ή, -όν (ποτάομαι), ιπτάμενος, φτερωτός· ποτητά, τά, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτητός -ή -όν [ποτάομαι] vliegend; subst. vogel. Od. 12.62 ( plur. ).

Middle Liddell

ποτητός, ή, όν ποτάομαι
flying, winged: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.